παραρροιζούμαι

παραρροιζούμαι
-έομαι, Α
παθ. (για βέλος) περνώ από κοντά σφυρίζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ῥιζῶ «σφυρίζω, τρίζω» (< ῥοῖζος»θόρυβος, σφύριγμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”